«Εκείνο το Φόρεμα»
“Εκείνο το φόρεμα αγοράστηκε σε μία ηλικία που ήταν ένα στάδιο παρακάτω μετά από την άγουρη πρώτη ενηλικίωση. Εκεί που μόλις αρχίζεις να τεντώνεις, να πάλλεσαι, να ξεμουδιάζεις τα φτερά σου. Ευχαριστημένη πλέον μες το πετσί της είχε αποτινάξει κατάλοιπα της εφηβικής αγαρμποσύνης που κοίταζε κάθε θηλυκή ιδιότητα σαν μίασμα και χειροβομβίδα. Είχε κάνει και 2-3 μακροχρόνιες σχέσεις με παταγώδη αποτυχία που στο μέλλον θα γίνονταν σημαντική πηγή γέλιου και ταυτόχρονα πολύτιμα μαργαριτάρια σοφίας.
Εκείνο το φόρεμα το μακρύ, το κολλητό, το ζιβάγκο, με τα χρώματα και τα περίτεχνα κεντίδια που της θύμιζαν Λατινική Αμερική… Την Ιζαμπέλ Αλέντε με το Σπίτι των Πνευμάτων. Τον Μαρκεζ και τον Φλορεντίνο Αρίσα που σφάδαζε από έρωτα καi έσπειρε τις αποβάθρες της πόλης του με αρωματικούς εμετούς γιατί δεν έβρισκε άλλο ποτό εύκαιρο και στην απελπισία του ήπιε την κολόνια από το μπαούλο. Τον Νερούδα και τις ανθοστόλιστες σαν επιτάφιο αγάπες του, που θέριευαν σαν έβγαινε το ασημί φεγγάρι και σκόρπιζε το βαρύ μύρο τους. Συνυφασμένο ήταν εκείνο το φόρεμα με μυθολογικές αγάπες, πυρετώδη μάτια που γυάλιζαν από έρωτα, άνδρες σύγχρονους δανδήδες. Έναν όμορφα πλασμένο κόσμο και ένα πλάσμα με φτερά στα πόδια που αδημονούσε να τον αλώσει με τις άφοβες πατούσες του.
Αφελές κοράσιο.
Εκείνο το φόρεμα, έβαλε εκείνη τη νύχτα… Θυμόταν πως έβλεπε από μακριά τις δύο της φίλες και χαιρόταν μόνη της. Που τα κατάφερε στη ζωή της να έχει μία σπάνια συλλογή όμορφων ανθρώπων στο πλάι της.
Μία μηχανόβια Αμαζόνα που επάξια θα μπορούσε να γίνει μούσα σε κόμικς, μία ψηλόλιγνη Αιθέρια που την ξέρασαν οι σελίδες κάποιου σκοτεινού βικτωριανού ρομάντζου και εκείνη μες τη μέση. Μία νέα κοπέλα και ευτυχής. Φούσκωσε ακόμα περισσότερο το στενό φόρεμα στο στέρνο από την χαρά. Την περηφάνια που κατάφερε να διώξει τη σαβούρα, να ξορκίσει τους ανθρώπους-σκώρους που ροκάνιζαν το χρόνο της άσκοπα. Ήταν πολύ νέα ακόμα. Ήταν σημαντικό το κατόρθωμα όταν έρχεται τόσο ανέλπιστα νωρίς.
Μα την παίδευε μία ανησυχία… Όλη νύχτα την περιτριγύριζε μία δυσοίωνη μυρωδιά από ξεραμένο ιδρώτα και θειάφι. Μία υγρή αδίστακτη μύτη ρουφούσε με αναίδεια το άρωμα από τα μαλλιά της. Μάτι αρπαχτικό παραμόνευε. Ζύγιζε τη δύναμή της από μακριά. Τα νιάτα της μύριζαν αίμα. Η χαρά της ήταν ύβρης. Τα στάχια που τολμούν να τινάζουν το κεφάλι πιο ψηλά από ότι πρέπει αποκεφαλίζονται. Τα ποτήρια και τα πιάτα άδειασαν. Οι καρδιές έγιναν ελαφριές από τα γέλια, τα γόνατα μαλακά, τα μάτια σπινθήρες. Κίνησαν και οι τρείς για τα φιλόξενα κρεβάτια τους.
Δεν άκουσε. Μόνο μία σκιά είδε. Την πλησίαζε με βήμα γοργό.
«Μωρέ λες; – Μπα αποκλείεται, αυτά μόνο στις ταινίες γίνονται!»
Η σκιά άνοιξε το βήμα. Το κορίτσι έκανε στο πλάι για να αφήσει τη σκιά να την προσπεράσει. Η ευγένεια δεν την εγκατέλειπε ούτε στην ύστατη. Τρομάρα της….
Μαζεύτηκε στην άκρη και περίμενε να δει τη σκιά να φεύγει με ανακούφιση. Να φύγει, να πάει στο διάολο! Να πάρει μαζί της και εκείνο το βάρος που της πατίκωνε το στήθος κάτω από το πολύχρωμο φουστάνι…
Κλάσματα δευτερολέπτου. Και η σκιά απέκτησε υπόσταση. Βάρος. Παραβίασε τον απόρθητο μανδύα της αθωότητας και του σεβασμού που την περιέβαλλε. Την άρπαξε. Χέρια τανάλιες.
Η σκιά ήταν ένας πελώριος. Με κουκούλα. Τη γύρισε προς το μέρος του. Εκείνη έκανε να τιναχτεί. Να ελευθερώσει τα χέρια της. Να τον σπρώξει εκείνον ή να σπρωχτεί εκείνη μακριά του. Ήταν γρήγορη. Θα έτρεχε…
Μολύβι. Ήταν σαν να παλεύεις με άγαλμα. Της έριχνε και δύο κεφάλια.
Τι θα έκανε; Θα του έδινε τη τσάντα της, το κινητό της, το πορτοφόλι της! Ότι ήθελε! Αρκεί να την άφηνε. Ήταν σκοτεινά. Της έσφιγγε τα χέρια. Αύριο θα ήταν γεμάτη μώλωπες…
«Αύριο;»
Θα υπήρχε άραγε αύριο; Θα ζούσε να το δει;
Τα μάτια της είχαν ήδη πεθάνει. Είχαν σβήσει τα άστρα μέσα τους… Εκείνο το κορίτσι με εκείνο το πολύχρωμο φόρεμα είχε πεθάνει ήδη.
Θυσιάστηκε στο βωμό για να ξεπλύνει από πάνω της την ντροπή, την ύβρη. Πώς τόλμησε να αναδύει ευτυχία; Να περιφέρει τη χαρά της περήφανα μέσα σε πολύχρωμα φουστάνια;
Κοίταξε το μαύρο, λείο, βρώμικο πάτωμα. Φαινόταν κρύο. Αναρωτιόταν αν αργότερα θα συναντούσε το πρόσωπό της. Αναρωτιόταν πόσο πολύ μπορεί να πονούσε μία μαχαιριά στο στομάχι. Ή τρεις; Αν θα τις άντεχε.
Το μαλακό λεπτό δέρμα τρύπησε από μυτερά δόντια. Η μεταλλική μυρωδιά του αίματος τη ζάλισε. Μία βρωμερή γλώσσα την κύκλωσε. Το αίμα έσταξε και λέρωσε το φουστάνι.
Επικαλέστηκε. Κάτι… Δεν είχε ούτε ιερό ούτε όσιο. Μόνο αγάπη είχε μέσα της και μία θαυματουργή ζέση για τη ζωή. Τα αποχαιρετούσε σιωπηλά όλα, σαν καλούσε αγνώστου προελεύσεως προστάτες. Άγγελους με ατσαλένια φτερά που θα την κύκλωναν και θα την προστάτευαν, θα ξεγύμνωναν από το θηκάρι τους σπαθιά και κοντάρια και θα τον έδιωχναν μακριά της.
Τρεμόπαιξε και η τελευταία αχτίνα φωτός μες την κάποτε ζωηρή θωριά της. Και έσβησαν εκείνα τα μάτια κάνοντας κρότο. Ξεψύχησε ένα μικρό ζωάκι. Τα μάτια σφάλισαν, βλέφαρα από βελούδο, βαριές κουρτίνες. Βούτηξε το φεγγάρι και πνίγηκε μες τα σκοτεινά βρώμικα νερά της αηδίας που την πλημμύρισαν. Λύκοι αλυχτούσαν, πουλιά έσκουζαν, αγέρες λυσσομανούσαν και τα δέντρα τσακίζονταν σε ανίερη υποταγή.
Τα λαίμαργα τρίγωνα δόντια απελευθέρωσαν τη σάρκα. Πληγές ανοιχτές. Από όπου έτρεχε αίμα, ο αέρα έμπαινε κρύος και εκείνη ξεπάγιαζε. Λυσσομανούσε. Δεν είχε μείνει τίποτα μέσα της. Μόνο μαύρο σκοτάδι, γυαλιστερό και λείο σαν το κατράμι. Εκείνος την κοίταξε για μία στιγμή. Πάλι τη ζύγιζε. Εκείνη δεν είχε αποδεχτεί τη μοίρα της. Σκούντησε πάλι μα κρατώντας το κεφάλι χαμηλά. Το ίδιο λάθος δεν θα ξαναέκανε.
Φώτα. Το ελάφι ήταν ακόμα ζωντανό. Ο αχρείος έτρεξε σε μία γωνιά. Εκείνη έμεινε αποσβολωμένη μη μπορώντας να πιστέψει την τύχη μες την ατυχία της. Την έβλεπε από μακριά, την παραμόνευε μέχρι να φύγουν τα φώτα. Προσπαθούσε να αποφασίσει την επόμενή του κίνηση. Σε ποιο λαγούμι θα την έσουρνε; Από τα μαλλιά.
Με αναπάντεχη ψυχραιμία πήρε το τηλέφωνό της. Όλα είχαν υποχωρήσει. Το μόνο που είχε απομείνει ήταν η επιθυμία για επιβίωση. Η Αιθέρια φίλη εμφανίστηκε τρέχοντας μετά από μερικά δευτερόλεπτα. Μόλις την είχε προλάβει.
Κατέρρευσε μες την αγκαλιά της. Κλάματα γοερά. Χέρια φιλόξενα.
Στις Πρώτες Βοήθειες την τρύπησαν ίσαμε 7 βελόνες.
Στην Αστυνομία την έστελναν από το ένα γραφείο στο άλλο. Καυτή πατάτα, κανείς δεν ήθελε να ασχοληθεί. Την κάλεσαν ένα μήνα μετά για να αναγνωρίσει το δράστη από τις κάμερες. Κάποιος υψηλά ιστάμενος μία μέρα που πήρε τηλέφωνο της είπε «αν ευσταθούν αυτά που λες». Πέρασε ασυναίσθητα τα δάκτυλα της πάνω από τις πληγές στο πρόσωπο. Δεν θα το ξαναέκανε για πολλούς μήνες, μέχρι να εξαφανιζόταν εντελώς το κουβαριασμένο δέρμα γύρω από τα χείλη.
Εκείνον, «τον δράστη» δηλαδή, δεν τον βρήκαν ποτέ.
Η γιατρός που θα την εξέταζε τους επόμενους 7 μήνες, την πρώτη φορά τη διέταξε να γδυθεί μπροστά σε εκείνην, τον ασκούμενο γιατρό και τη νοσοκόμα. Κοίταξαν την γιατρό αποσβολωμένοι.
«Δεδομένου της κατάστασης κυρία γιατρός…»
«Γιατί; Τι ντρέπεται;»
Έφυγε εκείνος από μόνος του. Είχε περισσότερη ανθρωπιά και τσίπα από όση τον πρόσταζαν να κρατήσει. Το κορίτσι μπορούσε να ακούσει τα είδωλα που γκρεμίζονταν μες τη σκέψη του.
Όταν επιτέλους πήγε σπίτι, έβγαλε το απαίσιο φόρεμα και καταχώνιασε το θλιβερό κουφάρι του στην πιο σκοτεινή γωνία του σπιτιού που μπορούσε να βρει.
Και βάλθηκε να λιώνει σαν το κερί. Μόνη της. Βουβά και αθόρυβα.
Ένιωθε πως το σώμα της ήταν ξένο και είχε θρονιαστεί μία θλιμμένη Σιωπή μέσα της. Ήταν φιλική. ‘Ήσυχη, διακριτική, οικονομική, δεν σπαταλούσε ενέργεια. Πήγε και έκατσε και εκείνη δίπλα της και της έπιασε το χέρι. Και έμειναν εκεί και οι δύο αμίλητες, με παλάμες ζεστές και ενωμένες. Μέρες πέρασαν, μήνες και χρόνια.
Μία μέρα έγειρε πάνω στα πόδια της Σιωπής και ξεκίνησε να κλαίει. Κάποιες μέρες έκλαιγε με αναφιλητά και ολημερίς και άλλες βουβά και λίγο. Μία μέρα κουράστηκε. Ύψωσε το κεφάλι και έστρεψε τα μάτια στον ουρανό. Παραλίγο να τυφλωθεί από το πολύ φως που ήρθε και την βρήκε απότομα. Μα τα άντεξε. Ήταν τόσο όμορφο εκείνο το γαλάζιο. Έμοιαζε με αυτό που είχε το φουστάνι της το πάλαι πότε αγαπημένο… Ο κρύος αέρας της μαστίγωσε το πρόσωπο. Τα πρησμένα από το κλάμα μάτια ανακουφίστηκαν. Η Σιωπή σηκώθηκε όρθια. Ίσιωσε το γαλάζιο της φουστάνι. Της χάιδεψε τα μαλλιά, της φίλησε το μέτωπο και πριν να την αποχαιρετήσει της φόρεσε ένα ζευγάρι από ατσαλένια φτερά και έτσι ήσυχα όπως ήρθε έτσι και έφυγε.”
#StopRapeCulture #sisterhood #TogetherWeAreStronger
Γράφει η Γεωργία Καραολή
Δημοσιεύθηκε στις 25 Νοεμβρίου 2020, Προσωπικό Blog «Ελβεριέττη Καρ» (Σύνδεσμος μη διαθέσιμος)