«Κρίσεις Πανικού – Stiff Upper Lip»
«Μετά ξεκίνησαν οι κρίσεις. Και ήταν πραγματικά κρίσεις. Την κατάπινε ένα σκοτάδι που έκανε την καρδία της να πάλλεται και να αιμορραγεί. Τα άκρα της μούδιαζαν και έτρεμαν. Στο στέρνο της πάλλονταν ποδοβολητά ταύρων, το μυαλό της έτρεχε σαν αφηνιασμένο άλογο.
Παρακαλούσε να ήταν θλίψη. Θα ήταν καθησυχαστικό. Την ήξερε τη θλίψη. Ήταν φιλενάδες από τότε που ήταν παιδί… Είχε μάθει να συνυπάρχει μαζί της. Την πρόσταζε εκείνη, την έπλαθε στα χέρια της όπως έκανε με την μαλακή πορσελάνη όταν έφτιαχνε τις κούκλες της. Μετά την έχωνε βαθιά σε ένα σκονισμένο συρτάρι του μυαλού και παρίστανε πως δεν υπάρχει… Μέχρι την επόμενη φορά που θα της έφραζε το λαιμό εκείνος ο αναθεματισμένος κόμπος.
Αυτό όμως… Ο καινούριος επισκέπτης, ήταν κάτι άλλο, πιο ορμητικό και πιο πεισματάρικο.
Δεν θα ξεχνούσε ποτέ εκείνο το απόκοσμο βουητό στα αυτιά της όταν ερχόταν ο πανικός… Τρόμος. Ναι ήταν τρόμος. Ήταν ότι πιο τρομακτικό μπορούσε να ζήσει ένας άνθρωπος. Και ήταν τόσο σαρωτικός που στο πέρασμά του έσβηνε τα πάντα. Και η Φρέγια ένιωθε τον εαυτό της να διαγράφεται από τον πραγματικό κόσμο. Όλα ακούγονταν «εκκωφαντικά υπόκωφα» σαν να πνιγόταν στον πάτο του ωκεανού. Την έλουζε κρύος ιδρώτας, το σώμα της έκαιγε, ο αέρας δεν της έφτανε και ταυτόχρονα λαχταρούσε σύγκορμη σαν το ψάρι από το κρύο. Τα έβλεπε όλα θολά και σκοτεινά. Η καρδιά της έτρεχε σαν άγριο άλογο και η ίδια ένιωθε σαν μην είχε κανένα απολύτως έλεγχο. Παρατημένη, ανήμπορη, καθηλωμένη.
Στις πολλές φορές έμαθε απλά να δίνεται ολοκληρωτικά σε εκείνα τα κύματα πανικού και απλά να τα περιμένει να κάνουν την επέλαση τους και να φύγουν από μόνα τους. Απλά ανέπνεε. Θύμιζε συνειδητά στον εαυτό της να αναπνέει. Και αφηνόταν, ένιωθε όλα τα συναισθήματα μαζί. Όλα στον υπερθετικό και ταυτόχρονα. Θα μπορούσε να ήταν μαγευτικό, μα ήταν απλά ανυπόφορο. Ήταν οδυνηρό το πώς λυσσομανούσε το σώμα της να ενωθεί με τα συναισθήματα της παρά τη θέλησή της. Και εκείνη επέμενε πώς δεν ανήκαν μαζί. Και το μέσα της, την τιμωρούσε χωρίς ίχνος ευσπλαχνίας.
Ο εαυτός της έτσι όπως τον είχε κτίσει τόσα χρόνια, γκρεμίστηκε σε μία στιγμή σαν να ήταν πύργος από τραπουλόχαρτα στο φύσημα ενός ορμητικού ανέμου. Καθημερινά ξυπνούσε και το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να κλαίει γοερά, γιατί ήξερε ότι την περίμενε ο ίδιος Γολγοθάς όπως και κάθε μέρα. Απόγνωση… Πένθος για το χαμένο εαυτό.
Περιέφερε σαν πένθιμο λάβαρο το λειψό κουφάρι του παρελθόντος. Στο σπίτι, στη δουλειά, στο λεωφορείο, στην τράπεζα, στο σουπερμάρκετ, στα ποτισμένα από τη βροχή πεζοδρόμια της Αγγλίας… Δεν ησύχαζε πουθενά. Βίωνε ένα συνεχή φόβο για μια επικείμενη κρίση, για ένα φυσικό θάνατο που φοβόταν πως θα ερχόταν γιατί το κορμί της δεν θα μπορούσε να αντέξει τόση ένταση. Ήταν βέβαιη ότι από στιγμή σε στιγμή θα πέθαινε ή θα έχανε τα λογικά της. Μα δεν ήθελε να καταλήξει ούτε στο χώμα, ούτε στο Ψυχιατρείο. Είχε πολλά ακόμα που ήθελε να κάνει στη ζωή της… Είχε πολλά «σ’αγαπώ» να πει που δεν πρόφτασε και κυρίως εκείνο που χρωστούσε στον εαυτό της.
Έζησε για χρόνια με ένα μόνιμο πόνο στο κέντρο του στέρνου της. Σαν να την πυροβόλησαν και η σφαίρα είχε μείνει για πάντα εκεί. Ένιωθε μονίμως κόπωση, ψυχική και σωματική. Ήταν συνεχώς σε υπερδιέγερση και ένιωθε να εξατμίζεται η ζωή και η ενέργεια από μέσα της. Για μήνες δεν άντεχε να αναγνωρίσει το είδωλο της στον καθρέφτη. Με το που γύριζε να κοιτάξει τον εαυτό της την έπιαναν τα κλάματα. Ήταν σαν να μην της άνηκε. Έβλεπε παλιές φωτογραφίες για να προσπαθήσει να θυμηθεί πώς ήταν να είναι εκείνη. Απορούσε αν θα μπορούσε ποτέ ξανά να έχει μία κανονική ζωή… Δεν θα ευχόταν τέτοιο μαρτύριο ούτε στο χειρότερο της εχθρό. Θα ήταν απάνθρωπο.
Ήξερε από την αρχή πως κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά και ενάντια στην ξεροκέφαλη της φύση, είχε την ορθή κρίση να παραδεχτεί ότι δεν μπορούσε να το αποσιωπήσει ή να το αφήσει να περάσει από μόνο του… Απηύδησε από την πρώτη στιγμή που την επισκέφθηκε αυτή η απέλπιδα καταραμένη σοφία κάτω από την αμφίεση του πανικού. Δεν ήταν διατεθειμένη να παραιτηθεί από τη ζωή. Την αγαπούσε υπερβολικά. Και αποφάσισε να πιάσει τη μοίρα της από τα κέρατα σφιχτά.
Μερικά δευτερόλεπτα της ημέρας ξεχνούσε… Και εκείνες τις αστραφτερές και επώδυνα σύντομες στιγμές, έβρισκε ξανά κάτι από το πρωταρχικό υλικό που ήταν φτιαγμένη. Εκείνη τη Φρέγια που είχε προσγειωθεί πάνω σε τούτο τον πλανήτη για να αγαπά, για να μεθά με τη ζωή, που έβλεπε την ομορφιά παντού. Παντού εκτός από μέσα της… Μία από εκείνες τις σπάνιες στιγμές διαύγειας, τόλμησε και κοίταξε τον είδωλο της μες τον καθρέφτη κατάματα. Τα μάτια της γυαλοκοπούσαν από οργή, από την αδικία που κάποιος της έκοψε τον ανθό της νιότης της και την άφησε ένα ερείπιο. Αποφάσισε να σηκώσει τα μανίκια και να ξορκίσει όλο τον πόνο, το θυμό, την απογοήτευση που είχε μαζέψει τόσα χρόνια.
Ενάντια σε κάθε της αρχική παρόρμηση δεν σφάλισε όλες τις πόρτες όπως έκανε παλιά για να προστατευτεί από τον πόνο, μα τις άνοιξε διάπλατα. Έδιωξε από το κάστρο της ψυχής της εκείνους που ροκάνιζαν τα τοιχώματά της από μέσα και έμπασε το φως της ελπίδας. Τα φθονερά φίδια της αμφιβολίας που κούρνιαζαν και έρπονταν στις σκοτεινές γωνίες του κορμιού της στην θέα του φωτός τράπηκαν σε άτακτη φυγή. Άναψε από μόνη της τη φωτιά στα κάρβουνα και χόρεψε με γυμνές πατούσες πάνω. Κάλεσε μία λυτρωτική μαινόμενη βροχή που την μαστίγωσε και ξέπλυνε τα διαβρωμένα από τον φόβο κόκκαλά της που είχαν γίνει μαλακά από το πολύ τρέμουλο που είχαν υποστεί. Κάλεσε τις θύελλες του πανικού, έσφιξε τα δόντια, βαφτίστηκε με αστραπές και πέρασε από μέσα.
Με τις κρίσεις πανικού δεν κράτησαν φιλία, μα ευγενή άμιλλα. «Κονταροχτυπιόνταν για τόσο καιρό στα μαρμαρένια αλώνια…» σκεφτόταν πλέον μόνη της και στα χείλη της σχηματιζόταν ένα διακριτικό μειδίαμα. ‘Oφειλε το λιγότερο ένα σεβασμό για την σοφία που της είχαν δώσει.
Και όταν την επισκεπτόταν οι κρίσεις πανικού αραιά και πού, δεν τις καταχώνιαζε μέσα σε σκονισμένα συρτάρια και κασέλες διακοσμημένες με ιστούς αράχνης.
Τις καβαλούσε. “
Αφιερωμένο σε εκείνους που τις έζησαν στο πετσί τους και όχι σε αυτούς που χρησιμοποιούν την έκφραση «κρίσεις πανικού» ελαφρά τη καρδία.
Γράφει η Γεωργία Καραολή
Δημοσιεύθηκε στις 10 Οκτωβρίου 2020, Προσωπικό Blog «Ελβεριέττη Καρ» (Σύνδεσμος μη διαθέσιμος)