Η Joan Didion έφυγε σε ηλικία 87 ετών χθες Πέμπτη 23 Δεκεμβρίου. Η αιτία θανάτου ήταν η νόσος του πάρκινσον.
Γνωστή για το αιχμηρό της βλέμμα στην επικαιρότητα αλλά και τον ξεχωριστό συνδυασμό του προσωπικού και του πολιτικού της ύφους στη δημοσιογραφία και τα δοκίμιά της, η Didion απέκτησε τεράστια αναγνώριση για τα «απομνημονεύματα της θλίψης» της, στο βιβλίο “The Year of Magical Thinking“ έναν απολογισμό για την απώλεια του συζύγου της John Gregory Dunne. Γνωστή για τον πρωτοποριακό συνδυασμό του προσωπικού και του πολιτικού στη δημοσιογραφία και τα δοκίμιά της, η Didion έγινε γνωστό όνομα με τα γραπτά της για την κοινωνία των ΗΠΑ.
Η φωνή της ξεχωριστή τόσο στη λογοτεχνία όσο και στο πολιτικό ρεπορτάζ που για πολλά χρόνια την είχε κερδίσει μέσα στην περίοδο της ταραχώδους δεκαετίας του ’60. Η Didion καθιέρωσε έναν τρόπο αφήγησης που εστιάζει όχι τόσο σε γεγονότα όσο σε υποκείμενα, ατμόσφαιρες και αντιλήψεις. Συνήθως είναι παρούσα στα δοκίμιά της ως φωνή παρά ως χαρακτήρας, ως παρατηρητής παρά ως συμμετέχων – αν και τα όρια τακτικά θολώνουν. Ωστόσο, ακόμη και όταν δεν λέει άμεσα αυτό που νιώθει, είναι εκεί στη σύνθεση κάθε πρότασης, στους ήχους, τις χειρονομίες και τις εικόνες στις οποίες επιλέγει να εστιάσει την προσοχή της.
Μια ξεχωριστή γυναικεία φιγούρα μέσα στο ανδροκρατούμενο χώρο της ανερχόμενης δημοσιογραφίας ανάμεσα σε ονόματα όπως ο Tom Wolfe, ο Truman Capote και ο Gay Talese, η Didion έριξε το αιχμηρό και διεισδυτικό της βλέμμα στην αμερικανική κοινωνία αλλά και στη ζωή της.
Έγινε γνωστή με μια σειρά από διεισδυτικά, περιζήτητα άρθρα στο περιοδικό Life και στο The Saturday Evening Post εξερευνώντας το πρόσωπο της μεταπολεμικής αμερικανικής ζωής. Η Didion πέρασε τα τελευταία της χρόνια στη Νέα Υόρκη, αλλά ζυμώθηκε και διαμόρφωσε το προσωπικό της ύφος μέσα από τα στοιχεία της πατρίδας της, την Καλιφόρνια, η οποία και της προσέφερε το πλουσιότερο υλικό της.
Με αιχμηρά, γνωστά χρονογραφήματα, αποτύπωσε τη σκληρότητα και την ομορφιά του, τον ρόλο της ως μαγνήτης για ανήσυχους αποίκους, τη χρυσή υπόσχεση για ένα καλύτερο αύριο αλλά και τη μεγάλη της επίδραση στο πολιτιστικό στερέωμα.
«Πιστεύαμε σε νέα ξεκινήματα», έγραψε στο “Where I Was From” (2003), ένα ψυχικό πορτρέτο της πολιτείας. Σε δύο πρώιμες πρωτοποριακές συλλογές δοκιμίων, το “Slouching Towards Bethlehem” (1968) και το “The White Album” (1979) στρέφει το ψύχραιμο, φοβισμένο βλέμμα της στους χίπις αλλά και σε εκκεντρικές προσωπικότητες, καταφέρνοτας να διοχετεύσει το πνεύμα αυτών των δεκαετιών μέσα από τη δική της άκρως ιδιότυπη και προσωπική γραφή. Η Didion ταίριαζε απόλυτα με την εποχή – ελαφρώς παρανοϊκή, ελαφρώς υστερική, έντονα ευαίσθητη. Διέθετε μια φυσική έλξη για διαλυμένες προσωπικότητες.
Η Joan Didion γεννήθηκε στις 5 Δεκεμβρίου του 1934, στο Σακραμέντο. Ο πατέρας της Frank Didion ήταν αξιωματικός του στρατού, ενώ η μητέρα της Eduene (Jerrett) Didion νοικοκυρά και κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η οικογένεια μετακόμισε για να επιστρέψει πάλι στο Σακραμέντο μετά τον πόλεμο. Ως έφηβη, επηρεάστηκε βαθιά από τα μυθιστορήματα του Hemingway, από τον χειρισμό του διαλόγου και της σιωπής ενώ ο Τζόζεφ Κόνραντ ήταν μια άλλη καθοριστική επιρροή.
Αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο Μπέρκλεϋ της Καλιφόρνιας, όπου απέκτησε πτυχίο στα αγγλικά το 1956, ενώ σύντομα κερδίζει διαγωνισμούς στο περιοδικό Mademoiselle και λίγο αργότερα στη Vogue όπου και ξεκίνησε να εργάζεται ως συντάκρια άρθρων μικρών κειμένων ανάμεσά τους και οι λεζάντες των φωτογραφιών. «Σε μια λεζάντα οκτώ γραμμών όλα έπρεπε να λειτουργούν, κάθε λέξη, κάθε κόμμα», θα δηλώσει αργότερα.
Βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του 1960 όπου ανάμεσα σε ευφάνταστα άρθρα δημοσιεύει και το πρώτο της μυθιστόρημα, “Run, River” (1963), αναφερόμενη στη διάλυση μιας οικογένειας του Σακραμέντο. Με το βιβλίο αυτό διαφαίνεται αμέσως η ανησυχία και τα θέματα που θα την απασχολήσουν στα επόμενα έργα της – βία, τρόμος, η αρρωστημένη αίσθηση ότι ο κόσμος ήταν ανεξέλεγκτος.
Το πρώτο βιβλίο συλλεκτικής δημοσιογραφίας της Didion, “Slouching Towards Bethlehem“, εκδόθηκε το 1968, μια χρονιά κατά την οποία η Didion ήταν ένα ψυχικο ράκος, καθιέρωσε τη φήμη της ως cool και πολύ σιγά-σιγά έγινε λατρεία.
Το 1964 παντρεύτηκε τον John Gregory Dunne, συγγραφέα των Times, μετακομίζουν στην Καλιφόρνια για να αφοσιωθούν στη συγγραφή σεναρίων και υιοθετούν μια κόρη, την Quintana Roo, δίνοντας της τυχαία ένα όνομα που είδαν στον χάρτη της πολιτείας του Μεξικού.
Με τον καιρό αποκτούν αίγλη και αναγνώριση, γίνονται ένα διάσημο χολιγουντιανό ζευγάρι απολαμβάνοντας άνετη ζωή με το ένα πόδι στο Χόλιγουντ και το άλλο στα λογοτεχνικά σαλόνια του Μανχάταν. Το 2003 ο John Gregory Dunne πεθαίνει από καρδιακή προσβολή στα 71 του χρόνια ενώ δύο χρόνια αργότερα, η Didion θα χάσει και την κόρη της στα 39 της χρόνια. Το σοκ της απώλειας είναι τεράστιο και αβάσταχτο. Η Didion θα γράψει για τον θάνατο του συζύγου της και την ασθένεια της κόρης της στο “The Year of Magical Thinking” (2005), το οποίο κέρδισε το Εθνικό Βραβείο Βιβλίου πεζογραφίας το 2005 και διασκευάστηκε για τη σκηνή του Μπρόντγουεϊ το 2007 σε ένα μονόλογο με τη Βανέσα Ρέντγκρεϊβ. To 2011 θλίψη γίνεται και πάλι μια ανεπιθύμητη έμπνευση και η Didion γράφει αυτή τη φορά για την απώλεια της κόρη της στα απομνημονεύματά της “Blue Nights“.
Στο “Blue Nights” (2011), παρουσιάζει μια άλλη όψη της ιστορίας της Quintana ως παιδί του Χόλιγουντ που φοβόταν την εγκατάλειψη, είχε αυτοκτονικές τάσεις, είχε διαγνωστεί με μανιοκατάθλιψη ενώ στην ενήλικη ζωή είχε δυσκολίες με την οικογένειά της. Ωστόσο, στην καρδιά του βιβλίου και το αληθινό θέμα του “Blue Nights” ήταν η ίδια η Didion και η αβάσταχτη μοναξιά της.
«Ήταν μια σοφή και εκλεπτυσμένη αφηγήτρια της αλήθειας» θα αναφέρει η Shelley Wagner, η επιμελήτριά της στις εκδόσεις Knopf. «Θα θρηνήσουμε τον θάνατό της, αλλά θα γιορτάσουμε τη ζωή της, γνωρίζοντας ότι το έργο της θα εμπνεύσει τις επόμενες γενιές αναγνωστών και συγγραφέων», πρόσθεσε η Shelley Wagner.
Μερικά από τα γνωμικά της:
«Ξεχνάμε πολύ σύντομα αυτά που πιστεύαμε ότι δεν θα μπορούσαμε ποτέ να ξεχάσουμε. Λησμονούμε επίσης τους έρωτες και τις προδοσίες, ξεχνάμε όλα όσα ψιθυρίσαμε αλλά και για όσα ουρλιάζαμε. Ξεχνάμε ποιοι ήμασταν» – On keeping a notebook, from Slouching Towards Bethlehem (1968)
«Λέμε ιστορίες στον εαυτό μας για να ζήσουμε» – The White Album (1979)
«Είμαστε ατελή θνητά όντα, με επίγνωση αυτής της θνητότητας, ακόμη και όταν την απωθούμε, αποτυχημένοι από την ίδια μας την περιπλοκότητα, τόσο καλωδιωμένοι που όταν θρηνούμε για τις απώλειές μας θρηνούμε επίσης, καλώς ή κακώς, τον εαυτό μας. Για το πώς ήμασταν. Για το τι δεν είμαστε πια. Για το πώς δεν θα είμαστε μια μέρα καθόλου» – The Year of Magical Thinking (2005)
«Ξέρω ποιος είναι ο φόβος. Ο φόβος δεν είναι για αυτό που χάνεται. Ό,τι έχει χαθεί βρίσκεται ήδη στον τοίχο. Ό,τι έχει χαθεί βρίσκεται ήδη πίσω από την κλειδωμένη πόρτα. Ο φόβος είναι για ό,τι μένει να χαθεί» – Blue Nights (2011)
Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στο Πολίτης:Παράθυρο-Λοξές Ματιές στον Πολιτισμό ( https://parathyro.politis.com.cy/2021/12/joan-didion-efyge-se-ilikia-87-eton/)